απορρυθμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απορρυθμίζω < απο- + ρυθμίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dérégler)

Ρήμα[επεξεργασία]

απορρυθμίζω (παθητική φωνή: απορρυθμίζομαι)

  1. κάνω κάτι να δυσλειτουργεί, αποδιοργανώνω, αναστατώνω
  2. καταργώ νομοθεσία για μείωση της γραφειοκρατίας
    • Τα πλαστικά απορρυθμίζουν το ορμονικό σύστημα.
    • Αντιλαϊκό κι αντεργατικό το νομοσχέδιο για τα εργασιακά, απορρυθμίζει την αγορά της εργασίας.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]