αποσαθρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσαθρωτικός < αποσάθρωση + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αποσαθρωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποσάθρωση, αναφέρεται σ’ αυτήν ή την προκαλεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποσαθρωτικά
- → δείτε τις λέξεις αποσαθρώνω και σαθρός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσαθρωτικός
|