αποσαθρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσαθρώνω < απο- + σαθρός + -ώνω < αρχαία ελληνική σαθρός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.saˈθɾo.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσαθρώνω (παθητική φωνή: αποσαθρώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) μετατρέπω κάτι σε σαθρό
  2. (μεταφορικά) διαλύω ή υπονομεύω τα θεμέλια κάποιου συστήματος, θεσμού κ.λπ.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]