αποσαπίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσαπίζω < απο- + σαπίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσαπίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]