Μετάβαση στο περιεχόμενο

αποσαφηνίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποσαφηνίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀποσαφηνίζω < αρχαία ελληνική ἀποσαφέω / ἀποσαφῶ

αποσαφηνίζω (παθητική φωνή: αποσαφηνίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]