αποσβένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσβένω < αρχαία ελληνική ἀποσβέννυμι
Ρήμα[επεξεργασία]
αποσβένω (παθητική φωνή: αποσβένομαι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσβένω
|