αποσειραϊκοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσειραϊκοποίηση | οι | αποσειραϊκοποιήσεις |
γενική | της | αποσειραϊκοποίησης | των | αποσειραϊκοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποσειραϊκοποίηση | τις | αποσειραϊκοποιήσεις |
κλητική | αποσειραϊκοποίηση | αποσειραϊκοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσειραϊκοποίηση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική deserialization (νεολογισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσειραϊκοποίηση θηλυκό
- (πληροφορική) η διαδικασία του αποσειραϊκοποιώ (deserialize)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Οι μορφές της απόδοσης του αγγλικού όρου ποικίλουν: απο-σειριακοποιήση, αποσειριοποίηση
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αποσειραϊκοποιώ
- σειραϊκός (προφορικό σειριακός)
- σειρά
- σειραϊκοποίηση
- σειραϊκοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσειραϊκοποίηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)