αποσειριακοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσειριακοποίηση | οι | αποσειριακοποιήσεις |
γενική | της | αποσειριακοποίησης | των | αποσειριακοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποσειριακοποίηση | τις | αποσειριακοποιήσεις |
κλητική | αποσειριακοποίηση | αποσειριακοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσειριακοποίηση θηλυκό