αποσκεπασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσκεπασμένος η αποσκεπασμένη το αποσκεπασμένο
      γενική του αποσκεπασμένου της αποσκεπασμένης του αποσκεπασμένου
    αιτιατική τον αποσκεπασμένο την αποσκεπασμένη το αποσκεπασμένο
     κλητική αποσκεπασμένε αποσκεπασμένη αποσκεπασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσκεπασμένοι οι αποσκεπασμένες τα αποσκεπασμένα
      γενική των αποσκεπασμένων των αποσκεπασμένων των αποσκεπασμένων
    αιτιατική τους αποσκεπασμένους τις αποσκεπασμένες τα αποσκεπασμένα
     κλητική αποσκεπασμένοι αποσκεπασμένες αποσκεπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αποσκεπασμένος





Μεταφράσεις[επεξεργασία]