αποσκληρυμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσκληρυμένος η αποσκληρυμένη το αποσκληρυμένο
      γενική του αποσκληρυμένου της αποσκληρυμένης του αποσκληρυμένου
    αιτιατική τον αποσκληρυμένο την αποσκληρυμένη το αποσκληρυμένο
     κλητική αποσκληρυμένε αποσκληρυμένη αποσκληρυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσκληρυμένοι οι αποσκληρυμένες τα αποσκληρυμένα
      γενική των αποσκληρυμένων των αποσκληρυμένων των αποσκληρυμένων
    αιτιατική τους αποσκληρυμένους τις αποσκληρυμένες τα αποσκληρυμένα
     κλητική αποσκληρυμένοι αποσκληρυμένες αποσκληρυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αποσκληρυμένος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]