αποσκληρυντής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποσκληρυντής < αποσκληρύνω + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική adoucisseur)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποσκληρυντής αρσενικό
- (νεολογισμός) (τεχνολογία) συσκευή που συμβάλλει στην αποσκλήρυνση του νερού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποσκληρυντής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)