αποσμητικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποσμητικό τα αποσμητικά
      γενική του αποσμητικού των αποσμητικών
    αιτιατική το αποσμητικό τα αποσμητικά
     κλητική αποσμητικό αποσμητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσμητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποσμητικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.zmi.tiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐σμη‐τι‐κό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποσμητικό ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αποσμητικό