αποσπέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αποσπέρνω
- (ιδιωματικό) ολοκληρώνω τη σπορά
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσπέρνω
|