αποσπορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσπορία οι αποσπορίες
      γενική της αποσπορίας των αποσποριών
    αιτιατική την αποσπορία τις αποσπορίες
     κλητική αποσπορία αποσπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσπορία < από + σπόριο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποσπορία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]