αποσπουδάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσπουδάζω < απο- + σπουδάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσπουδάζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]