αποστάλαγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστάλαγμα < (ελληνιστική κοινή) ἀποστάλαγμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποστάλαγμα ουδέτερο
- ό,τι αποσταλάζει
- άλλες μορφές: στάλαγμα
- καταστάλαγμα
- (μεταφορικά) αποτέλεσμα, συμπέρασμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποστάλαγμα
|