αποστακτήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποστακτήρας οι αποστακτήρες
      γενική του αποστακτήρα των αποστακτήρων
    αιτιατική τον αποστακτήρα τους αποστακτήρες
     κλητική αποστακτήρα αποστακτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστακτήρας < αποστάζω + -τήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική distillateur)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποστακτήρας αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]