αποστασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστασία οι αποστασίες
      γενική της αποστασίας των αποστασιών
    αιτιατική την αποστασία τις αποστασίες
     κλητική αποστασία αποστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστασία < αρχαία ελληνική ἀποστασία < ἀποστατῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποστασία θηλυκό

  1. εξέγερση κατά της εξουσίας
  2. (πολιτική) μεταπήδηση από ένα κόμμα προς άλλο
  3. αποκήρυξη της θρησκείας ή της πίστης
  4. (θρησκεία) (ειδικότερα για ιερείς) αποσχηματισμός, εκούσια αποβολή του ιερατικού σχήματος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]