αποστασιοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποστασιοποίηση | οι | αποστασιοποιήσεις |
γενική | της | αποστασιοποίησης* | των | αποστασιοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποστασιοποίηση | τις | αποστασιοποιήσεις |
κλητική | αποστασιοποίηση | αποστασιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστασιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποστασιοποίηση θηλυκό
- απραξία, απομάκρυνση, η μη τήρηση στάσης
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
- Προύσαλη, Εύη (14 Ιανουαρίου 2015), Ο Σωσίας, Athens Voice
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποστασιοποίηση