αποστειρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστειρώνω < ελληνιστική κοινή ἀποστειρόω / ἀποστειρῶ < ἀπό + στειρόω / στειρῶ < αρχαία ελληνική στεῖρος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική stériliser)
Ρήμα[επεξεργασία]
αποστειρώνω (παθητική φωνή: αποστειρώνομαι)
[επεξεργασία]
- αποστειρωμένος
- αποστείρωση
- αποστειρωτήρας
- αποστειρωτής
- αποστειρωτικός
- → δείτε τις λέξεις από, στειρώνω και στείρος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστειρώνω | αποστείρωνα | θα αποστειρώνω | να αποστειρώνω | αποστειρώνοντας | |
β' ενικ. | αποστειρώνεις | αποστείρωνες | θα αποστειρώνεις | να αποστειρώνεις | αποστείρωνε | |
γ' ενικ. | αποστειρώνει | αποστείρωνε | θα αποστειρώνει | να αποστειρώνει | ||
α' πληθ. | αποστειρώνουμε | αποστειρώναμε | θα αποστειρώνουμε | να αποστειρώνουμε | ||
β' πληθ. | αποστειρώνετε | αποστειρώνατε | θα αποστειρώνετε | να αποστειρώνετε | αποστειρώνετε | |
γ' πληθ. | αποστειρώνουν(ε) | αποστείρωναν αποστειρώναν(ε) |
θα αποστειρώνουν(ε) | να αποστειρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστείρωσα | θα αποστειρώσω | να αποστειρώσω | αποστειρώσει | ||
β' ενικ. | αποστείρωσες | θα αποστειρώσεις | να αποστειρώσεις | αποστείρωσε | ||
γ' ενικ. | αποστείρωσε | θα αποστειρώσει | να αποστειρώσει | |||
α' πληθ. | αποστειρώσαμε | θα αποστειρώσουμε | να αποστειρώσουμε | |||
β' πληθ. | αποστειρώσατε | θα αποστειρώσετε | να αποστειρώσετε | αποστειρώστε | ||
γ' πληθ. | αποστείρωσαν αποστειρώσαν(ε) |
θα αποστειρώσουν(ε) | να αποστειρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποστειρώσει | είχα αποστειρώσει | θα έχω αποστειρώσει | να έχω αποστειρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποστειρώσει | είχες αποστειρώσει | θα έχεις αποστειρώσει | να έχεις αποστειρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποστειρώσει | είχε αποστειρώσει | θα έχει αποστειρώσει | να έχει αποστειρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστειρώσει | είχαμε αποστειρώσει | θα έχουμε αποστειρώσει | να έχουμε αποστειρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποστειρώσει | είχατε αποστειρώσει | θα έχετε αποστειρώσει | να έχετε αποστειρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστειρώσει | είχαν αποστειρώσει | θα έχουν αποστειρώσει | να έχουν αποστειρώσει |
|