αποστενεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστενεύω < απο- + στενεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποστενεύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]