αποστιγματισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποστιγματισμός < απο- + στιγματισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική destigmatisation[1])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποστιγματισμός αρσενικό
- (λόγιο) η ενεργητική προσπάθεια για την άρση των αρνητικών προκαταλήψεων και διακρίσεων που βαρύνουν άτομα ή ομάδες λόγω κάποιου χαρακτηριστικού τους (π.χ. ασθένεια, ταυτότητα, παρελθόν), με στόχο την κοινωνική αποδοχή και ένταξη
- ※ «Ο αποστιγματισμός της ψυχικής νόσου, η αξιοποίηση των διαθέσιμων υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και η επαγρύπνηση των επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας μπορούν να αποτρέψουν την εμφάνιση τραγικών περιστατικών».
- «Η αυτοκτονία μπορεί να προληφθεί»,τονίζει η Ζ.Ράπτη με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την Πρόληψη της Αυτοκτονίας, 10-09-2021, @amna.gr, πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ, ημερομηνία ανάκτησης: 05-07-2025.
- ※ «Ο αποστιγματισμός της ψυχικής νόσου, η αξιοποίηση των διαθέσιμων υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και η επαγρύπνηση των επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας μπορούν να αποτρέψουν την εμφάνιση τραγικών περιστατικών».
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποστιγματισμός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αποστιγματισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)