αποστομωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποστομωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου αποστομώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]αποστομωμένος, -η, -ο
- που τον έχουν αποστομώσει, που δεν έχει άλλα επιχειρήματα για να υπερσπιστεί την άποψή του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αποστομώνω και στόμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποστομωμένος