αποστράγγιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστράγγιση οι αποστραγγίσεις
      γενική της αποστράγγισης* των αποστραγγίσεων
    αιτιατική την αποστράγγιση τις αποστραγγίσεις
     κλητική αποστράγγιση αποστραγγίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστραγγίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστράγγιση < αποστραγγίζω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική égouttement)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποστράγγιση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]