αποστρατεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστρατεία < αποστρατεύω + -εία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποστρατεία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποστρατεύω
- (στρατιωτικός όρος) η απομάκρυνση από το στράτευμα και συνακόλουθη συνταξιοδότηση ενός (υπ)αξιωματικού
- (στρατιωτικός όρος) η κατάσταση και η ιδιότητα ενός απόστρατου
- (μεταφορικά) η απόσυρση από την ενεργό δράση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποστρατεύω, απόστρατος και στρατός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποστρατεία
|