αποστρατευτέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστρατευτέος < αποστρατεύω + -τέος
Επίθετο[επεξεργασία]
αποστρατευτέος, -α, -ο
- που πρέπει να αποστρατευτεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποστρατεύω και στρατός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποστρατευτέος
|