αποσυμπιεσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αποσυμπιεσμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποσυμπιέζω
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποσυμπιέζω, από, συμπιέζω, συν και πιέζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσυμπιεσμένος