αποσυνάγωγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσυνάγωγος < (ελληνιστική κοινή) ἀποσυνάγωγος < συναγωγή
Επίθετο[επεξεργασία]
αποσυνάγωγος, -η, -ο
- (θρησκεία) που έχει διωχθεί από την εβραϊκή συναγωγή λόγω κάποιου παραπτώματος
- (κατ’ επέκταση) απόβλητος, αποδιωγμένος, απόκληρος, εξοστρακισμένος
- (κατ’ επέκταση) μονήρης, μονόχνωτος, αντικοινωνικός, μισάνθρωπος
- Έζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ένας έλληνας μποέμ. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσυνάγωγος
|