αποσυρραπτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσυρραπτικό < απο- + συρραπτικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσυρραπτικό ουδέτερο
- εργαλείο που χρησιμοποιείται για να διευκολύνει την αφαίρεση συρραπτικών συρμάτων από χαρτιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσυρραπτικό