αποσυσχετίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσυσχετίζω < απο- + συσχετίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσυσχετίζω (παθητική φωνή: αποσυσχετίζομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]