αποσφραγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσφραγίζω < ελληνιστική κοινή ἀποσφραγίζω < αρχαία ελληνική ἀποσφραγίζομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + σφραγίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσφραγίζω (παθητική φωνή: αποσφραγίζομαι)

  1. αφαιρώ τη σφραγίδα ή το σφράγισμα και ανοίγω (επίσημα) κα΄τι που μέχρι πρότινος ήταν σφραγισμένο
     συνώνυμα: ξεσφραγίζω
  2. (ιατρική, οδοντιατρική) αφαιρώ το σφράγισμα από κάποιο δόντι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]