αποσχίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσχίζομαι < αρχαία ελληνική ἀποσχίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀποσχίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσχίζομαι

  1. διαιρούμαι
  2. αποχωρίζομαι από μια ευρύτερη ομάδα, αποσπώμαι, αποσκιρτώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]