αποσχιστής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποσχιστής αρσενικό
- (σπάνιο) αυτός που αποσχίζει, που αποχωρίζει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποσχιστής