αποτάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποτάσσω, αποτάζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποτάσσω < αρχαία ελληνική ἀποτάσσω < ἀπό + τάσσω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.poˈta.so/

Ρήμα[επεξεργασία]

αποτάσσω (παθητική φωνή: αποτάσσομαι)

  1. αποκηρύσσω, απαρνούμαι
  2. απομακρύνω οριστικά (και ενίοτε ατιμωτικά) αξιωματικό από το στρατό, γιατί έχει διαπράξει βαρύ παράπτωμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]