αποτάσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτάσσω < αρχαία ελληνική ἀποτάσσω < ἀπό + τάσσω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.poˈta.so/
Ρήμα[επεξεργασία]
αποτάσσω (παθητική φωνή: αποτάσσομαι)
- αποκηρύσσω, απαρνούμαι
- απομακρύνω οριστικά (και ενίοτε ατιμωτικά) αξιωματικό από το στρατό, γιατί έχει διαπράξει βαρύ παράπτωμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποταγμένος
- απότακτος
- απόταξη
- αποταχθείς
- → δείτε τις λέξεις από και τάσσω
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- βλ. τις ερωταπαντήσεις από την ακολουθία / τελετή του ορθόδοξου χριστιανικού βαπτίσματος