αποταμιευτής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποταμιευτής < αποταμιεύω + -τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποταμιευτής αρσενικό (θηλυκό αποταμιεύτρια)
- αυτός που αποταμιεύει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αποταμιεύω, ταμίας και τέμνω