αποτελεσματικότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτελεσματικότητα < αποτελεσματικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποτελεσματικότητα θηλυκό
- το να είναι κανείς αποτελεσματικός, η ικανότητα να πετυχαίνει κάποιος ή κάτι θετικά αποτελέσματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτελεσματικότητα