αποτελμάτωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποτελμάτωσης θηλυκό
- γενική ενικού του αποτελμάτωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- αποτελματώσεως (λόγιο)
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
- ἀποτελμάτωσις (καθαρεύουσα)