αποτροπαϊκός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτροπαϊκός < αποτρόπαιος + -ικός < αρχαία ελληνική ἀποτρόπαιος < ἀποτρέπω < τρέπω
Επίθετο
[επεξεργασία]αποτροπαϊκός, -ή, -ό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποτροπαϊκά
- → δείτε τις λέξεις αποτρέπω και τρέπω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτροπαϊκός