αποτροπιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποτροπιάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος αποτροπιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποτροπιάζομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]