αποτσάμπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αποτσάμπι | τα | αποτσάμπια |
γενική | του | αποτσαμπιού | των | αποτσαμπιών |
αιτιατική | το | αποτσάμπι | τα | αποτσάμπια |
κλητική | αποτσάμπι | αποτσάμπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτσάμπι < απο- + τσαμπί < μεσαιωνική ελληνική αποτσάμπι < βενετικά zambin, υποκοριστικό του zamba (κνήμη ζώου)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποτσάμπι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (ιδιωματικό) το αποτρύγι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτσάμπι
|