αποτυμπανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτυμπανισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀποτυμπανισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποτυμπανισμός αρσενικό
- (παρωχημένο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποτυμπανίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις αποτυμπανίζω, τυμπανίζω και τύμπανο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποτυμπανισμός
|