αποτυπωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτυπωτής < αποτυπώνω + -της ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική recorder)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποτυπωτής αρσενικό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που αποτυπώνει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποτυπωτής
|