αποτυπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποτυπώνω < (ελληνιστική κοινήἀποτυπόω / ἀποτυπῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αποτυπώνω (παθητική φωνή: αποτυπώνομαι)

  1. τυπώνω, εκτυπώνω
     συνώνυμα: σταμπάρω
  2. σχηματίζω το περίγραμμα ενός αντικειμένου πάνω σε μία επιφάνεια
  3. (κατ’ επέκταση) καταγράφω
  4. (μεταφορικά) εκφράζω κάποια πράγματα με ακρίβεια και παραστατικότητα
  5. εντυπώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]