αποτύπωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτύπωμα < αρχαία ελληνική ἀποτύπωμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική empreinte)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποτύπωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του αποτυπώνω
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το ίχνος ενός σώματος σε μια επιφάνεια
μεταφορικά