αποφαντικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αποφαντικά < αποφαντικός + -ά < αρχαία ελληνική ἀποφαντικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αποφαντικά
- (λόγιο) με αποφαντικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποφαντικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αποφαντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποφαντικό