αποφαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποφαντικός < αρχαία ελληνική ἀποφαντικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αποφαντικός, -ή, -ό
- που αποφαίνεται, που εκφράζει μια απόφανση, που μιλά με τρόπο δογματικό και αξιωματικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποφαντικά
- → δείτε τις λέξεις αποφαίνομαι, από και φαίνομαι
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- αποφαντική πρόταση: (γραμματική) η πρόταση κρίσεως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποφαντικός