Μετάβαση στο περιεχόμενο

αποφλοίωση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποφλοίωση οι αποφλοιώσεις
      γενική της αποφλοίωσης* των αποφλοιώσεων
    αιτιατική την αποφλοίωση τις αποφλοιώσεις
     κλητική αποφλοίωση αποφλοιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφλοιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποφλοίωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποφλοίωση θηλυκό

  • η αφαίρεση της φλούδας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]