αποφυλακιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.fi.la.ciˈzo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐φυ‐λα‐κι‐ζό‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αποφυλακιζόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αποφυλακίζω: που αποφυλακίζεται
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποφυλακίζω, φυλακίζω, φυλακή και φυλάττω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποφυλακιζόμενος
|