αποχαιρετισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποχαιρετισμός < μεσαιωνική ελληνική αποχαιρετισμός < αποχαιρετίζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποχαιρετισμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποχαιρετώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αποχαιρετώ, χαιρετώ, χαίρω και χαρά