αποχαλινώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποχαλινώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αποχαλινώνω

  • αφήνω κάποιον ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]