αποχαλινώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποχαλινώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
αποχαλινώνω
- αφήνω κάποιον ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποχαλινώνω
|